-
1 δόχμιος
δόχμιος, α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg, = pros. πλάγιος, s. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 4; Homer einmal, δόχμια ἦλϑον, sie kamen von der Seite, Il. 23, 116, wie Eur. Or. 1258; δοχμία κέλευϑος Alc. 1003; vgl. Rhes. 372; δόχμιον νῶτον ἐρεισαμένη Agath. 8 (V, 294); δόχμιος πέσεν Ap. Rh. 1, 1169. – In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, mit vielen Veränderungen.
-
2 δόχμιος
δόχμιος, α, ον. in die Queere gehend, schief, schräg; δόχμια ἦλϑον, sie kamen von der Seite. In der Metrik δόχμιος πούς, der dochmische Versfuß, mit vielen Veränderungen -
3 δόχμιος
A across, aslant,δόχμια.. ἦλθον Il.23.116
, cf. E Or. 1261 (lyr.);δ. κέλευθον ἐμβάνειν Id.Alc.1000
(lyr.), cf. 575 (lyr.);πέσε δ. A.R.1.1169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δόχμιος
См. также в других словарях:
δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια … Dictionary of Greek
υποδόχμιος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδόχμιος μετρικός πους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δόχμιος «πεντασύλλαβος μετρικός πους»] … Dictionary of Greek