Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δόχμιος πούς

См. также в других словарях:

  • δόχμιος — δόχμιος, ία, ιον (Α) 1. πλάγιος, λοξός 2. φρ. «δόχμιος πούς» πεντασύλλαβος πους τής αρχαίας μετρικής με βασικό σχήμα υ υ , το οποίο επιδέχεται 30 παραλλαγές 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δόχμια πλάγια …   Dictionary of Greek

  • υποδόχμιος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδόχμιος μετρικός πους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δόχμιος «πεντασύλλαβος μετρικός πους»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»